εξαρμόζω

εξαρμόζω
(AM ἐξαρμόζω)
διαλύω τους αρμούς, αποσυνδέω από τις αρμογές, αποσυνθέτω
μσν.
εξαρμόζομαι
παθαίνω εξάρθρωση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • αρμόζω — (AM ἁρμόζω, Α και ττω) 1. συνδυάζω, συνενώνω 2. είμαι κατάλληλος για κάτι 3. (μτχ.) ο αρμόζων (Α και ἁρμόττων) ο κατάλληλος 4. απρόσ. αρμόζει ταιριάζει, πρέπει αρχ. 1. συνενώνω, συγκολλώ 2. δένω σφιχτά 3. εφαρμόζω το δίκαιο 4. βάζω σε τάξη,… …   Dictionary of Greek

  • εξάρμοση — η (Μ ἐξάρμοσις) [εξαρμόζω] λύση τής αρμογής, αποσύνδεση, λύσιμο, ξήλωμα, ξεμοντάρισμα («εξάρμοση μηχανής») μσν. εξάρθρωση …   Dictionary of Greek

  • εξαρμοστήρας — ο [εξαρμόζω] όργανο που χρησιμοποιείται για την εξάρμοση, δηλ. τη διάλυση τών μηχανών …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”